- θερμότατος
- θερμόςhotmasc nom superl sgθερμόςhotmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
превеликий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. 1) (θερμότατος) усерднейший; 2) (περιφανής) знаменитый:… … Словарь церковнославянского языка
CHAM — I. CHAM Principum Tartarorum quoque nomen est, et lingua illorum Regem, vel etiam magnum Regem significat. Imperium horum Regna Catay, Tangut, et Tainfu: Item provincias Tenduc, Camul, Ciarchiam, etc. complectitur. Vide supra Caganus, Can, Canis … Hofmann J. Lexicon universale
θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος … Dictionary of Greek
πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… … Dictionary of Greek
ԵՌԱՆԴՆԱԼԻՑ — ( ) NBH 1 0662 Chronological Sequence: Early classical ա. θερμότατος fervidissimus Եռանդեամբ լի. ջերմագին. *Եւ զայս գործէին նոքա յեռանդնալից սիրոյ անտի հաւատոց. Եւս. պտմ. ՟Բ. 17 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՋԵՐՄԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0672 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c ա. θερμότερος, θερμότατος calidior διάπυρος fervidissimus, fervidior, fervens, ardens. Առաւել կամ կարի ջերմ. եւ ջերմեռանդն. *Այսպիսի բաղանեօք մաքրիլ՝ քոյվոդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
υπέρθερμος, -η — ο ο υπερβολικά θερμός, ο θερμότατος (κυριολ. και μτφ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βγάζει φλόγες, φλογοβόλος, ο ζεστός, αυτός που καίει. 2. μτφ. (για συναισθήματα), έντονος, παράφορος, υπερζωηρός, θυελλώδης: Φλογερός έρωτας. 3. πολύ συναισθηματικός, υπερευαίσθητος, θερμότατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет … Православная энциклопедия